εκτυλίσσομαι

εκτυλίσσομαι
εκτυλίσσομαι, εκτυλίχθηκα (σπάν. εκτυλίχτηκα) βλ. πίν. 28

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκτυλίσσω — και ξετυλίγω (AM ἐκτυλίσσω) ξετυλίγω, ξεδιπλώνω αναπτύσσω κάτι τυλιγμένο νεοελλ. μέσ. εκτυλίσσομαι (για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, παρουσιάζω διαδοχικές φάσεις …   Dictionary of Greek

  • εντρέχω — ἐντρέχω (AM) τρέχω μέσα σε κάτι, κινούμαι ελεύθερα μέσα σε κάτι μσν. 1. διαδραματίζομαι, εκτυλίσσομαι («ἔπλασεν ὁ Ἔρως, συγγενῆ, πρᾱγμα φρικτὸν ὀνείρου, τὸ ἀκόμη βλέπω έστηκὼς καὶ ἐντρέχει εἰς ὀφθαλμούς μου») 2. (για πτηνά) διασχίζω τον αέρα αρχ …   Dictionary of Greek

  • διαδραματίζω — διαδραμάτισα, διαδραματίστηκα 1. συμμετέχω ενεργά, παίζω κάποιο ρόλο σε κάποια υπόθεση: Η μαρτυρία του διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση του δικαστηρίου. 2. το μέσ., διαδραματίζομαι εκτυλίσσομαι με τρόπο δραματικό: Οι σκηνές της ταινίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”